φραγή

φραγή
η, Ν
φράχτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φραγ- τού φράζω* (II) (πρβλ. φράγ-μα, φραγ-μός) + κατάλ. -ή (πρβλ. αλλάζω: αλλαγή, σφάζω: σφαγή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φραγή — η φράγμα, φραγμός, φράχτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φραγῇ — φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγῆι — φραγῇ , φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg φραγῇ , φράσσω fence in aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φραγκόσυκο — το, Ν βοτ. ο εδώδιμος καρπός τής φραγκοσυκιάς, αλλ. αραπόσυκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φραγκο (βλ. λ. Φράγκος) + σύκο. Κατ άλλη άποψη, το α συνθετικό τής λ. ανάγεται στον τ. φραγή «φράχτης» λόγω τού ότι το δέντρο φυτεύεται στους φράχτες με παρετυμολ.… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • φράγμα — το, ατος 1. καθετί που φράζει, φράχτης, φραγή, φραγμός. 2. (φυσ.), σύνολο από πυκνές, λεπτές, παράλληλες, ευθείες χαραγές σε γυάλινο ή μεταλλικό κάτοπτρο, που απέχουν το ίδιο μεταξύ τους και που δημιουργούν περίθλαση του φωτός. 3. τεχνικό έργο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”